Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Μια γυναίκα που ήθελε να αγαπηθεί, μα δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό της.

Πήδα παλιάτσε, φώναζε, κι έπινε το κρασί του.
Θες επειδή της άρεσε το γέλιο του, θες επειδή τον ήξερε καλά τον ρόλο, του έκανε τα κέφια.
Έπεφτε, σηκωνόταν, έκανε τάχα πως τρέκλιζε στον ίσιο δρόμο για να τον ευχαριστήσει. 

Κάθε φορά που έχανε την ισορροπία της, ονειρευόταν ότι θα την έπιανε μια μέρα, μα εκείνη η μέρα δεν ξημέρωνε ποτέ. Όταν εκείνος πια έπιανε το στομάχι του, καταλάβαινε πως ήταν ώρα να σταματήσει κι έγερνε στο πλάι του, σκυφτό κεφάλι που ζητιάνευε ένα χάδι. Κι ούτε το χάδι του φαινόταν, μα της έφτανε που είχε μια θέση δίπλα στα ξύλινα πόδια της πολυθρόνας του. Στο κρύο πάτωμα, χωρίς αγγίγματα, με μια ανάσα βαριά κι ένα κορμί με κάμποσες μελανιές από την επιτηδευμένη ατσουμπαλοσύνη του.

Ύστερα ξυπνούσε ταραγμένη, τα σεντόνια της υγρά, δεν ήξερε αν μούσκεψαν από ιδρώτα ή από δάκρυα. Μπερδεμένες οι σταγόνες στο μέτωπο και τα μάγουλά της, δένονταν σαν κόμποι αλμυροί γύρω από το λαιμό της.
Νυχτικό φορούσε, τα ρούχα της δεν ήταν μπαλωμένα ούτε παράταιρα, κι εκείνος δεν ήταν στο δωμάτιο, ποτέ δεν ήταν πουθενά αν δεν τη χρειαζόταν.
Κι όταν την είχε ανάγκη, εκείνη έκανε τον κλόουν για να τον διασκεδάσει, γινόταν το στασίδι του να ξαποστάσει, τον άκουγε με τις ώρες να μιλά για τα όνειρά του κι είχε πάντοτε μια αγκαλιά ανοιχτή να κρύβεται όταν τον κούραζε ο κόσμος ο πολυλογάς.
Γι’αυτές τις στιγμές ξενυχτούσε στα πόδια του – όταν τον πήγαιναν κοντά της, κι ήλπιζε πως μια μέρα θα την έπαιρνε απ’ το χέρι, να φύγουνε μαζί.

Γιατί ήταν κρύο το στρώμα, τα μαλλιά της ορφανά από χάδια, και η καρδιά της γεμάτη μελανιές, έπεφτε, σηκωνόταν, τρέκλιζε στον ίσιο δρόμο και χόρευε στο σκοπό που σφύριζε εκείνος κάθε που χόρταινε τον έρωτά της και έκλεινε πίσω του την πόρτα.
Κι όταν η πόρτα έκλεινε, η αυλαία έπεφτε, έσβηναν τα φώτα της σκηνής και ο παλιάτσος έμενε μόνος.
Κι έμοιαζε τόσο σε μια γυναίκα που ήθελε πολύ να αγαπηθεί, μα δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου